ἰθυφαλλικῶν

ἰθυφαλλικῶν
ἰθυφαλλικός
ithyphallic
fem gen pl
ἰθυφαλλικός
ithyphallic
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Παναρκαδικό Τρίπολης — Το Παναρκαδικό Μουσείο της Τρίπολης ιδρύθηκε το 1986. Στεγάζεται στο διώροφο νεοκλασικό κτίριο του παλαιού παναρκαδικού νοσοκομείου «Η Ευαγγελίστρια», έργο του Ερνέστου Τσίλερ. Τα εκθέματα του μουσείου δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την… …   Dictionary of Greek

  • Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”